- ἐκνευρίζεις
- ἐκνευρίζωcut the sinewspres ind act 2nd sgἐκνευρίζωcut the sinewspres ind act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκνευρίζω — εκνεύρισα, εκνευρίστηκα, εκνευρισμένος, μτβ., προκαλώ σε κάποιον νευρικό παροξυσμό, τον νευριάζω, χτυπάω στα νεύρα: Με εκνευρίζεις με την επιμονή σου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)